νῶτος

νῶτος
νῶτος, ου, ὁ (Hom.+ [but in Att. almost always τὸ νῶτον] also X., Equ. 3, 3; Aristot., HA 3, 3; 12, 5; LXX [Thackeray p. 155]; PsSol 10:2 [acc. νῶτον]; TestSol 14:1 [κατὰ νώτου, but acc. as v.l.]; TestIss 5:3 [τὸν νῶτον]; TestNapht 5:6 [νώτου]; Philo, Aet. M. 128 [νῶτα]; Jos., Ant. 12, 338; 424 [τὰ νῶτα]; Just., D. 53, 1 [τὸν νῶτον]; B-D-F §49, 2; Mlt-H. 124.—PTebt 21, 8 [II B.C.] the acc. νῶτον) back part of the body from the neck to the pelvis, back Ro 11:10 (Ps 68:24); 5:1 (Is 50:6).—B. 211. DELG s.v. νῶτον. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νώτος — νῶτος, ὁ (Α) βλ. νώτο …   Dictionary of Greek

  • νῶτος — νῶτον back masc nom sg νῶτος back masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῶτοι — νῶτος back masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώτους — νῶτος back masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρύνωτος — εὐρύνωτος, ον (Α) αυτός που έχει ευρέα νώτα, φαρδιές πλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + νωτος (< νώτα), πρβλ. πλατύ νωτος, υψηλό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • κακόνωτος — κακόνωτος, ον (Α) (για ψάρι) αυτός που έχει ακάθαρτα νώτα, ρυπαρή ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νωτος (< νώτον), πρβλ. ευρύ νωτος, ποικιλό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • κυφόνωτος — κυφόνωτος, ον (Α) αυτός που έχει κυρτά νώτα, καμπούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + νωτος (< νῶτον), πρβλ. σιδηρό νωτος, χαλκό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • πτιλόνωτος — ον, Α φρ. «πτιλόνωτος κάμπη» κάμπια με μεμβρανώδη ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο» + νωτος (< νῶτον), πρβλ. οστρακό νωτος, χαλκό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόνωτος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεόνωτος — ον, ΜΑ, και χαλκόνωτος Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χάλκινα νώτα (α. «χαλκεόνωτα κύμβαλα», Νόνν. β. «χαλκόνωτον ασπίδα τήνδ », Ευρ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόνωτος — ον, Α (για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα νώτα, αιολόνωτος* («κτεῑνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + νωτος (< νῶτον), πρβλ. ευρύ νωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”